- στόμιο
- Όνομα τεσσάρων οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (60 κάτ., υψόμ. 520 μ.) στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (7 τ. χλμ., 60 κάτ.).
2. Παράλιος οικισμός (359 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (2 τ. χλμ., 359 κάτ.).
3. Παράλιος οικισμός (146 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ανατολής.
4. Παράλιος οικισμός (649 κάτ., υψόμ. 15 μ.), στην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (38 τ. χλμ., 663 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, η Μονή Αγίου Δημητρίου (14 κάτ., υψόμ. 190 μ.), οι Κατασκηνώσεις Αγίου Δημητρίου (υψόμ. 170 μ.) και οι Κατασκηνώσεις Απόστολου Παύλου. Κοντά στο Σ. βρισκόταν η αρχαία Ριζούς με ιερό του Ποσειδώνα, όπου κατά τη μυθολογία ο θεός της θάλασσας χτύπησε με την τρίαινα του τη γη και χώρισε τον Όλυμπο από την Όσσα, δημιουργώντας την κοιλάδα των Τεμπών.
* * *το / στόμιον, ΝΜΑ [στόμα]1. άνοιγμα, οπή, είσοδος (α. «στόμιο σπηλαίου» β. «ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες πρὸς αὐτὸ στόμιον», Σοφ.)2. ανατ. πόρος ή τρήμα το οποίο αποτελεί την αρχή ή το τέλος σωλήνα ή διά μέσου τού οποίου επικοινωνεί μία κοιλότητα με άλλη ή γίνεται επικοινωνία μιας κοιλότητας προς τα έξω (α. «στόμιο τής ουρήθρας» β. «στόμιον γαστρός», Νίκ.γ. «στόμιον τῆς ὑστέρας», Σωρ.δ. «στόμιον τῆς κύστεως». Γαλ.)3. φρ. α) «στόμιο(ν) ποταμοῡ» — εκβολές τού ποταμούβ) «στόμιο(ν) διώρυγος» — η είσοδος σε διώρυγααρχ.1. μικρό στόμα («στομίοισι δυσαλθές», Νίκ.)2. σπήλαιο («ὦ μέγα ναίων στόμιον», Αισχύλ.)3. υποδοχή μοχλού («στομίοις κλεῑθρα δέχοισθε», Ανθ. Παλ.)4. το σιδερένιο τμήμα τού χαλινού που τοποθετείται στο στόμα τού αλόγου, η στομίδα («χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες εἰς τοὺς ἵππους κατατείνουσι», Ηρόδ.)5. μτφ. δύναμη επιβολής («ὡς... νῡν ὁρῶν νεκρὸν στόμια δέχηται τἀμά», Σοφ.)6. φορβειά*7. γυναικείο κόσμημα τού λαιμού8. φρ. «στόμιον Τροίας» — ο στρατός τών Αχαιών που πολιορκούσε την Τροία και περιόριζε τους κατοίκους της.
Dictionary of Greek. 2013.